- πρόχνυ
- πρόχνυutterlyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόχνυ — Α επίρρ. 1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.) 2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.) 3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι … Dictionary of Greek
ĝenu-1, ĝneu- (*ĝḫneu-) — ĝenu 1, ĝneu (*ĝḫneu ) English meaning: knee, joint Deutsche Übersetzung: “Knie, Ecke, Winkel” Grammatical information: n. inflection ĝonu, ĝenu̯és, ĝnubhís etc.; besides ein n stem according to O.Ind. jü nunī “die beiden… … Proto-Indo-European etymological dictionary
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
πάγχυ — (Α) επίρρ. (επικ., ιων. και αιολ. τ. τού πάνυ) παντελώς, εντελώς, εξ ολοκλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάγχυ έχει προέλθει κατά μία άποψη από συμφυρμό ενός αμάρτυρου τ. *πάγ χι (< παν , βλ. λ. πας + μόριο χι, πρβλ. ᾗχι, ναί χι) και τού ληκτικού τού… … Dictionary of Greek